αναρτήθηκε στις 9 Ιαν 2021, 7:15 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 9 Ιαν 2021, 7:15 π.μ.
]
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ἐφεσ.
δ΄ 7-13
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ.
δ΄ 12-17
Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα
σήμερα καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς διατηρεῖ στὴ φωτοπλημμύρα τῆς ἑορτῆς τῶν
Θεοφανίων, καθὼς μᾶς περιγράφει τὴν ἀνατολὴ τοῦ πνευματικοῦ Φωτὸς στὸν κόσμο. Μᾶς
μεταφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Κυρίου.
1. Στὸ σκοτάδι τῆς
ἁμαρτίας
Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης
εἶχε ὁδηγηθεῖ στὴ φυλακὴ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη, ἐπειδὴ τὸν ἤλεγξε γιὰ τὶς ἄνομες
πράξεις του. Ὁ Ἰησοῦς πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς καὶ πηγαίνει στὴ Γαλιλαία γιὰ νὰ
ξεκινήσει ἀπὸ ἐκεῖ τὸ κήρυγμά του. Κάνει κέντρο του τὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν
πόλη κτισμένη κοντὰ στὴν Τιβεριάδα θάλασσα. Ἐκεῖ κατοικοῦσαν μαζὶ Ἰουδαῖοι καὶ
εἰδωλολάτρες, καὶ ὁ λαὸς τῆς περιοχῆς ἦταν βυθισμένος στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς
ἄγνοιας καὶ τῆς πλάνης.
Ἐκπληρώθηκε ἔτσι ἡ
προφητεία τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ ἑκατοντάδες χρόνια προεῖδε καὶ
εἶπε ὅτι ἡ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ, ποὺ ἐκτείνονται
κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό, στὰ ἀνατολικά του· ἡ
Γαλιλαία, στὴν ὁποία κατοικοῦν πολλοὶ ἐθνικοί· ὁ λαὸς αὐτὸς ποὺ κάθεται
καθηλωμένος καὶ ἀκίνητος στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τῆς
ἀσέβειας, εἶδε μεγάλο πνευματικὸ Φῶς, τὸν Χριστό. Ἔλαμψε φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σ᾿ ἐκείνους
ποὺ κάθονται στὴ χώρα ποὺ σκιάζεται ἀπὸ τὸ πυκνότατο σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ
τοῦ θανάτου.
«Ἐν σκότει… ἐν
χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου». Μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς ὁ μεγάλος Προφήτης περιγράφει τὴν
κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο πρὶν ἔλθει ὁ Χριστός: ἀσέβεια, ἄγνοια, ἀνηθικότητα
καὶ πλάνη. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὰ εἴδωλα.
Τὴ στιγμὴ ὅμως, ποὺ εἶχε πυκνώσει τόσο πολὺ τὸ σκοτάδι, αὔγασε τὸ πιὸ γλυκὸ Φῶς.
Οὐράνιο φῶς, θεϊκό. Πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου: τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ φῶς ποὺ ἄλλαξε τὴν πορεία τῶν ἀνθρώπων.
Δύο χιλιάδες
χρόνια μετὰ τὴν ἀνατολὴ ἐκείνη τὸ ὑπερκόσμιο φῶς τοῦ Χριστοῦ λάμπει στὸν κόσμο
καὶ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ δύσει, ὅσο κι ἂν τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς ἁμαρτίας τὸ
κρύβουν πρὸς στιγμὴ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Συνεχίζει νὰ λάμπει, νὰ δίνει χρῶμα
καὶ ζωὴ στὴν κτίση, νὰ θερμαίνει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως δὲν μπορεῖ κανεὶς
νὰ σβήσει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἀντίστοιχα κανένας πολέμιος τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου
του δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σκιάσει τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸ κρύψει ἀπὸ
τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
2. Ἡ οὐράνια
Βασιλεία
Ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ
λοιπὸν ξεκίνησε τὸ κήρυγμά του ὁ Χριστός. Καὶ ἦταν κήρυγμα μετανοίας, ἴδιο μὲ τὸ
κήρυγμα τοῦ Προδρόμου: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μετανοεῖτε,
διότι πλησίασαν οἱ ἡμέρες ποὺ ὁ Μεσσίας θὰ ἐγκαθιδρύσει καὶ στὴ γῆ τὴ Βασιλεία
τῶν Οὐρανῶν μὲ τὴ νέα, πνευματική, ἁγία καὶ οὐράνια ζωή, ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται
μέσα στὴν Ἐκκλησία του.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι
ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὴ γῆ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Εἶναι πνευματικὴ
Βασιλεία. Πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ τὴ βασιλεία ποὺ προσδοκοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι, νὰ ἐξουσιάζουν
δηλαδὴ μὲ τὴ δύναμή τους ὅλο τὸν κόσμο. Τὴ Βασιλεία του τὴν ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὴ
γῆ μὲ τὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο, καὶ ἀποστολή της εἶναι νὰ ἀνεβάζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἀνθρώπους στὸν οὐρανό· νὰ τοὺς κάνει Ἁγίους. Εἶναι Βασιλεία οὐράνια· ἐγκατεστημένη
μὲν στὴ γῆ, τελειούμενη ὅμως στοὺς οὐρανοὺς κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα, ὅπως
σημειώνει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος (βλ. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος Β΄, σελ.
321). Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅλα θυμίζουν οὐρανό. Ὅλα εἶναι πλημμυρισμένα ἀπὸ τὸ οὐράνιο
θεϊκὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Μέλη αὐτῆς τῆς
Βασιλείας, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν ἱερὴ ὥρα τοῦ
Βαπτίσματός μας. Γευόμαστε τὴν ἁγιαστικὴ Χάρι τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Κοινωνοῦμε τὸ
Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Πλήρως ὅμως θὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ ἀγαθά της μετὰ τὴν
Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, στὴν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ θὰ εὐφραινόμαστε μὲ τὴν ἀπερίγραπτη
σὲ κάλλος μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ θὰ Τὸν βλέπουμε διαρκῶς ὅπως εἶναι, στὴν
κατάσταση τῆς θείας δόξας του καὶ τῆς ὑπερκόσμιας λαμπρότητάς του. Ἐκεῖ καὶ οἱ
σεσωσμένοι πιστοὶ θὰ ἀντανακλοῦμε σὰν ἄλλοι πνευματικοὶ καθρέπτες τὸ θεϊκὸ Φῶς
τοῦ Χριστοῦ. |
αναρτήθηκε στις 24 Δεκ 2020, 7:34 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 24 Δεκ 2020, 7:34 π.μ.
]

Μυστήριον ξένον, λέγει ο Υμνωδός, τη Γέννηση του Χριστού, το να γεννηθεί σαν άνθρωπος, όχι κανένας προφήτης, όχι κανένας άγγελος, άλλα ο ίδιος ο Θεός! Ο άνθρωπος, θα μπορούσε να φθάσει σε μία τέτοια πίστη; Οι φιλόσοφοι και οι άλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ήτανε δυνατὸ να παραδεχθούν ένα τέτοιο πράγμα; Απὸ την κρισάρα της λογικής τους δεν μπορούσε να περάσει η παραμικρὴ ψευτιά, όχι ένα τέτοιο τερατολόγημα! Ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής κι άλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, που ήτανε και σπουδαίοι φιλόσοφοι, δεν μπορέσανε να τους κάνουνε να πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, και θα πιστεύανε ένα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αυτὸ ο Χριστὸς γεννήθηκε ανάμεσα σε απλοὺς ανθρώπους, ανάμεσα σε απονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στο παχνί, που τρώγανε τα βόδια. Κανένας δεν τον πήρε είδηση, μέσα σε εκείνον τον απέραντο κόσμο, που εξουσιάζανε οι ρωμαίοι, για τούτο είχε πει ο προφήτης Γεδεών, πως θα κατέβαινε ήσυχα στον κόσμο, όπως κατεβαίνει η δροσιὰ απάνω στο μπουμπούκι του λουλουδιού, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ανάμεσα σε τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιος να πάρει είδηση το πιο πτωχὸ απὸ τα πτωχά, εκείνο που γεννήθηκε όχι σε καλύβι, όχι σε στρούγκα, αλλὰ σε μία σπηλιά; Και κείνη ξένη, γιατὶ την είχανε οι τσομπαναρέοι να σταλιάζουνε τα πρόβατά τους. Το «ὑπερεξαίσιον καί φρικτὸν μυστήριον» της Γεννήσεως του Χριστού έγινε τον καιρὸ που βασίλευε ένας μοναχὰ αυτοκράτορας απάνω στη γη, ο Άγουστος, ο ανιψιὸς του Καίσαρα, ύστερα απὸ μεγάλη ταραχὴ και αιματοχυσία ανάμεσα στον Αντώνιο απὸ τη μία μεριά, και στον Βρούτο και τον Κάσσιο απὸ την άλλη. Τότε γεννήθηκε κι ο ένας και μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ο Χριστός. Κι᾿ αυτὸ το λέγει η ποιήτρια Κασσιανὴ στο δοξαστικὸ που σύνθεσε, και που το ψέλνουνε κατὰ τον Εσπερινό των Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν…». Τη Γέννηση του Χριστού την προφητέψανε οι Προφήτες. Πρώτος απ᾿ όλους την προφήτεψε ο πατριάρχης Ιακώβ, τη μέρα που ευλόγησε τους δώδεκα υιούς του, και είπε στον Ιούδα «δεν θα λείψει άρχοντας απὸ τον Ιούδα μήτε βασιλιὰς απὸ το αίμα του, ως που να έλθει εκείνος, για τον όποιον είναι γραμμένο να βασιλεύει απάν᾿ απ᾿ όλους, κι αυτὸν τον περιμένουμε όλα τα έθνη». Ως τον καιρὸ που γεννήθηκε ο Χριστός, οι Ιουδαίοι, το γένος του Ιούδα, είχανε άρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς και αρχιερείς, που ήτανε κ᾿ οι πολιτικοὶ άρχοντές τους. Αλλὰ τότε για πρώτη φορὰ έγινε άρχοντας της Ιουδαίας ο Ηρώδης, που ήτανε εθνικός και έβαλε αρχιερέα τον Ανάνιλον «αλλογενή», ενώ οι αρχιερείς είχανε πάντα μητέρα Ιουδαία. Τελευταίος Ιουδαίος αρχιερεὺς στάθηκε ο Υρκανός. Και οι άλλοι προφήτες προφητέψανε τη Γέννηση του Χριστού, προπάντων ο Ησαΐας. Τη Γέννηση του Χριστού τη λένε οι υμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τα λόγια του Παύλου που γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ο απόστολος Παύλος λέγει, πως αυτὸ το μυστήριο δεν το γνωρίζανε καθαρὰ και με σαφήνεια ούτε οι Άγγελοι, γι᾿ αυτὸ ο αρχάγγελος Γαβριὴλ με τρόμο το είπε στην Παναγία. Και στους Κολασσαείς γράφοντας ο θεόγλωσσος Παύλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πως φανερώθηκε αυτὸ το μυστήριο στους Αγίους, που θέλησε ο Θεὸς να το μάθουνε, και αυτοὶ θα το διδάσκανε στα έθνη; στους ειδωλολάτρες, που προσκυνούσανε για θεοὺς πέτρες και ζώα και διάφορα αλλὰ κτίσματα. Εξακόσια χρόνια προ Χριστού ο βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ είδε στο όνειρό του, πως βρέθηκε μπροστά του ένα θεόρατο φοβερὸ άγαλμα, καμωμένο απὸ χρυσάφι, ασήμι, χάλκωμα, σίδερο και σεντέφι: Κι άξαφνα ένας βράχος ξεκόλλησε απὸ ένα βουνὸ και χτύπησε το άγαλμα και το ‘κανε σκόνη. Και σηκώθηκε ένας δυνατὸς άνεμος και σκόρπισε τη σκόνη, και δεν απόμεινε τίποτα. Ο βράχος όμως που τσάκισε το άγαλμα έγινε ένα μεγάλο βουνό, και σκέπασε όλη τη γη. Τότε ο βασιλιὰς φώναξε τον προφήτη Δανιὴλ και ζήτησε να τού εξηγήσει το όνειρο. Κι ο Δανιὴλ το εξήγησε καταλεπτώς, λέγοντας πως τα διάφορα μέρη του αγάλματος ήτανε οι διάφορες βασιλείες, που θα περνούσανε απὸ τον κόσμο ύστερα απὸ τον Ναβουχοδονόσορα και πως στο τέλος ο Θεὸς θα αναστήσει κάποια βασιλεία που θα καταλύσει όλες τις βασιλείες, όπως ο βράχος που είχε δει στο ενύπνιο του εξαφάνισε το άγαλμα με τα πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, που δεν θα καταλυθεί ποτὲ στους αιώνες των αιώνων». Αυτή η βασιλεία η αιώνια, η άφθαρτη, είναι η βασιλεία του Χριστού, η βασιλεία της αγάπης στις ψυχὲς των ανθρώπων και ιδρύθηκε με την αγία Γέννηση του Κυρίου που γιορτάζουμε σήμερα. Και επειδή είναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αυτὸ θα είναι αιώνια, γι᾿ αυτὸ δεν θα χαλάσει ποτέ, όπως γίνεται με τις άλλες επίγειες και υλικὲς βασιλείες. Όπως ο βράχος μεγάλωνε κι έγινε όρος μέγα και σκέπασε τη γη, έτσι και το κήρυγμα του Ευαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ όλη την οικουμένη, με το κήρυγμα των Αποστόλων: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν». Ώστε βγήκε αληθινὴ η αρχαιότερη προφητεία του Ιακώβ, πως σαν πάψει η εγκόσμια εξουσία των Ιουδαίων, θα έρθει στον κόσμο εκείνος που προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν». Σημείωσε πως οι Εβραίοι πιστεύανε πως η φυλή τους μονάχα ήταν βλογημένη, και πως ο Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αυτή, και πως οι άλλοι λαοί, «τα έθνη», ήταν καταραμένα και μολυσμένα κι ανάξια να δεχτούν τη φώτιση τού Θεού. Λοιπὸν είναι παράξενο να μιλά η προφητεία του Ιακώβ για τα έθνη, για τους ειδωλολάτρες θα περιμένουν τον Μεσσία να τους σώσει και μάλιστα να μη λέει καν πως τον αναμενόμενο Σωτήρα τον περιμένανε οι Ιουδαίοι μαζὶ με τα έθνη, αλλὰ να λέει πως τον περιμένανε μονάχα οι εθνικοί: «και αυτὸς προσδοκία εθνών». Όπως κι έγινε. Γιατί, τη βασιλεία που ίδρυσε ο Χριστὸς στον κόσμο, τη θεμελίωσαν μεν οι απόστολοι, που ήταν Ιουδαίοι, αλλὰ την ξαπλώσανε και την στερεώσανε με τους αγώνες τους και με το αίμα τους οι άλλες φυλές, «τα έθνη». Είναι ολότελα ακατανόητο, για το πνεύμα μας, το ότι κατέβηκε ο Θεὸς ανάμεσά μας σαν άνθρωπος συνηθισμένος και μάλιστα σαν ο φτωχότερος απὸ τους φτωχούς. Αυτή τη μακροθυμία μονάχα άγιες ψυχὲς είναι σε θέση να τη νιώσουνε αληθινά, και να κλάψουνε απὸ κατάνυξη. |
αναρτήθηκε στις 19 Δεκ 2020, 7:01 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 19 Δεκ 2020, 7:01 π.μ.
]
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ἑβρ.
ια΄ 9-10, 32-40
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ματθ.
α΄ 1-25
1. «ΙΗΣΟΥΣ»
Τήν Κυριακή πρίν ἀπό
τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου μας, ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς παρουσιάζει ὅλη
ἐκείνη τήν πορεία τῶν κατά σάρκα προπατόρων τοῦ Κυρίου μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν
καί πέθαναν μέ τήν προσμονή τοῦ Μεσσία. Σύμφωνα μέ τόν γενεαλογικό αὐτό
κατάλογο οἱ προπάτορες χωρίζονται σέ τρεῖς περιόδους πού ἡ καθεμία
περιέχει δεκατέσσερις γενιές. Ἡ πρώτη ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τόν Δαβίδ, ἡ
δεύτερη ἀπό τόν Δαβίδ μέχρι τήν ἐποχή πού οἱ Ἰουδαῖοι μεταφέρθηκαν αἰχμάλωτοι
στήν Βαβυλῶνα, καί ἡ τρίτη ἀπό τήν αἰχμαλωσία αὐτή μέχρι τή γέννηση τοῦ
Χριστοῦ.
Στή συνέχεια ὁ ἱερός
εὐαγγελιστής μᾶς παρουσιάζει τό μέγα μυστήριο τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου
μας. Μᾶς λέει ὅτι ὅταν ἡ Παρθένος Μαρία ἀρραβωνιάσθηκε τόν Ἰωσήφ πρίν ἀκόμη
συγκατοικήσει στό σπίτι του, βρέθηκε ἔγκυος μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ἀντιλήφθηκε τήν ἐγκυμοσύνη της, ταράχθηκε
πολύ. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ἐνάρετος καί δέν ἤθελε νά τή διαπομπεύσει, σκέφθηκε νά
τῆς δώσει μυστικά διαζύγιο. Καθώς λοιπόν βασανιζόταν ἀπ’ αὐτούς τούς
φοβερούς λογισμούς, ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐμφανίστηκε σέ ὄνειρο καί
τοῦ εἶπε: Ἰωσὴφ ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, μή διστάσεις νά παραλάβεις στό σπίτι
σου τή Μαρία, τή μνηστή σου. Διότι τό παιδί πού ἔχει μέσα της προέρχεται ἀπό
τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά γεννήσει υἱό καί σύ θά τοῦ δώσεις τὸ
ὄνομα «Ἰησοῦς», τό ὁποῖο σημαίνει «σωτήρ»· Καί θά τοῦ δώσεις αὐτό τό ὄνομα,
διότι αὐτός θά σώσει τόν λαό του τόν Ἰσραήλ ἀπ’ τίς ἁμαρτίες του.
Γιατί ὅμως ὁ ἄγγελος
δίνει ἐντολή στόν Ἰωσήφ νά ὀνομάσει τόν υἱό τῆς Παρθένου Ἰησοῦ, δηλαδή Σωτήρα;
Διότι μέ τό ὄνομα αὐτό ὁ Θεός ἀπεκάλυπτε τό μεγα μυστήριο, πού ἦταν κρυμμένο
μέσα στούς αἰῶνες: ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς δέν θά εἶναι ἕνας ἐπίγειος βασιλεύς,
πού θά λυτρώσει ἐθνικά καί πολιτικά τόν ἰσραηλητικό λαό, ἀλλά Σωτήρ πού θά
σώσει τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τή σκλαβιά τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, καί τῆς
φθορᾶς. Σωτήρ πού θά σηκώσει ἐπάνω του τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος
καί θά θυσιασθεῖ προσφέροντας τή ζωή του γιά νά λυτρώσει τό ἀνθρώπινο
γένος. Μά πῶς ὅμως θά μποροῦσε νά γίνει αὐτό; Ποιός ἄνθρωπος θά μποροῦσε
νά ἐπιτελέσει ἕνα τόσο μεγάλο θεϊκό ἔργο; Τόσοι προφῆτες καί δίκαιοι στήν
Παλαιά Διαθήκη δέν μπόρεσαν νά ἀναστήσουν καί νά σώσουν τό ἀνθρώπινο γένος.
Πῶς λοιπόν θά μποροῦσε νά τό λυτρώσει ὁ «Ἰησοῦς»; Τήν ἀπάντηση τή δίνει
κατόπιν ὁ ἱερός εὐαγγελιστής.
2. «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ»
Ὁ εὐαγγελιστής
στή συνέχεια τονίζει ὅτι μέ τήν ὑπερφυσική σύλληψη τῆς Παρθένου, ἐπαληθεύτηκε
πλήρως αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός μέ τό στόμα τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, πολλούς αἰῶνες
πρίν: Ἰδού, ἡ παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό, καί θά τόν ὀνομάσουν
Ἐμμανουήλ, ὄνομα πού σημαίνει: «ὁ Θεός εἶναι μαζί μας». Ὅταν λοιπόν ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε
ἀπό τόν ὕπνο του, ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. Παρέλαβε τή
μνηστή του στό σπίτι του. Καί δέν ἦλθε σέ σχέση συζυγική μαζί της ποτέ. Και ἦρθε
ἡ μεγάλη ὥρα πού ἡ παρθένος γέννησε τόν πρῶτο καί μονάκριβο γιό της.
Καί ὁ Ἰωσήφ τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Ἰησοῦς.
Γιά ποιό λόγο ὅμως
ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἀναφέρει ἀντί γιά τό ὄνομα «Ἰησοῦς» τό δεύτερο αὐτό ὄνομα,
«Ἐμμανουήλ»; Διότι μέ τό ὄνομα αὐτό συνεσκιασμένα μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ
Μεσσίας δέν θά εἶναι μόνον ἄνθρωπος. Θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού θά κατέλθει
στή γῆ μας καί θά γίνει ἄνθρωπος. Αὐτός θά ἀφήσει τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί θά
κατεβεῖ στή γῆ μας.
Βέβαια τό μέγα αὐτό
μυστήριο εὔκολα τό διακηρύττουμε. Ἐάν ὅμως τό σκεφτόμασταν λίγο βαθύτερα,
θά σιωπούσαμε, δέν θά μπορούσαμε νά τό χωρέσουμε στό νοῦ μας. Ἀλλά καί στήν ἐποχή
τοῦ Κυρίου μας, κανείς δέν θά μποροῦσε νά διανοηθεῖ μιά τέτοια ἀλήθεια. Οἱ Ἑβραῖοι
μάλιστα πού δέν τολμοῦσαν οὔτε νά προφέρουν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ποῦ νά
φαντασθοῦν ὅτι ὁ Θεός θά γινόταν ἄνθρωπος. Καί οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ἐπί
τρία χρόνια δέν εἶχαν καταλάβει ποιόν εἶχαν ἀνάμεσά τους. Μετά τήν Πεντηκοστή
τό κατάλαβαν. Εἶχαν δίπλα τους τόν ἴδιο τόν Θεό καί δέν εἶχαν πάρει εἴδηση. Ἀλλά
κι ἐμεῖς σήμερα πῶς νά συλλάβουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ δημιουργός τοῦ σύμπαντος
ἔγινε ἄνθρωπος; ὅτι φόρεσε τήν ἀνθρώπινη σάρκα γιά νά τήν ἀνακαινίσει καί
νά μᾶς ἀνεβάσει ἐκεῖ πού εἶναι ὁ ἴδιος, νά μᾶς κάνει θεούς; Ἄν τό εἴχαμε κατανοήσει
αὐτό θά ἄλλαζε ἠ ζωή μας. Θά ἀντιμετωπίζαμε διαφορετικά τά πάντα γύρω μας,
τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς καί τίς ἀποτυχίες καί τίς ἐπιτυχίες τῆς ζωῆς.
Θά αἰσθανόμασταν καί θά ζούσαμε τήν παρουσία τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας διαρκῶς
στή ζωή μας.
Καθώς λοιπόν
πλησιάζουν Χριστούγεννα, ἄς προσπαθήσουμε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά αἰσθανθοῦμε
τό μέγα αὐτό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ἄς τό ζήσουμε φέτος
βαθύτερα, πνευματικότερα, ἁγιότερα. Μέ τή συναίσθηση ὅτι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ
θεάνθρωπος Κύριος εἶναι μαζί μας, θέλει νά εἶναι μαζί μας. Γιά νά μᾶς λυτρώσει,
νά μᾶς μεταμορφώσει καί νά μᾶς ἁγιάσει. |
αναρτήθηκε στις 12 Δεκ 2020, 6:59 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 12 Δεκ 2020, 6:59 π.μ.
]
 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Κολασ.
γ΄ 4-11
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ.
ιδ΄ 16-24
1. «ΜΕΓΑ ΔΕΙΠΝΟ»
Στήν παραβολή
αὐτή ὁ Κύριός μας ὀνομάζει τήν οὐράνιο Βασιλεία του ὡς «δεῖπνο μέγα»
στό ὁποῖο καλεῖ ὅλους μας νά προσέλθουμε. Γιατί ὅμως ἇραγε τήν ὀνομάζει
ἔτσι;
Τήν ὀνομάζει
Δεῖπνο, διότι στή Βασιλεία του ὁ Θεός θά μᾶς παραθέτει πνευματική
καί ὑπερφυσική τράπεζα μέ τά θεῖα καί αἰώνια ἀγαθά του. Μιά τράπεζα
ἀτελεύτητη στόν Οὐρανό ὅπου ὁ ἴδιος θά μᾶς προσφέρει ἀπό τόν ἄπειρο
πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν του. Γι’αὐτό ἀκριβῶς καί ὀνομάζει τό δεῖπνο αὐτό Μέγα!
Διότι τό πανηγύρι αὐτό θά εἶναι τό πλέον μεγαλοπρεπέστατο, ἐφόσον
τά πνευματικά ἀγαθά πού θά μᾶς προσφέρῃ εἶναι ἀσύλληπτης ἀξίας. Ποιά
εἶναι αὐτά; Ὅ,τι ἀνώτερο μπορεῖ νά γευθῇ ἤ νά ἐπιθυμήσῃ κανείς: ἡ
μετοχή μας στό φῶς καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, στήν ἁγιότητα καί μακαριότητά
του, ἡ ἀνέκφραστος ἠδονή πού θά αἰσθανώμαστε καθώς θά ἀτενίζουμε
τήν ἀπερίγραπτη ὡραιότητα τοῦ θείου προσώπου του. Ὅλα τά πλούτη τοῦ
Χριστοῦ, οἱ ἀνεξερεύνητοι καί ἀνεξάντλητοι θησαυροί του, πού
θά μᾶς παρατίθενται, θά χορταίνουν τήν ψυχή μας καί θά μᾶς γεμίζουν μέ
ἀνείπωτη εὐφροσύνη. Στό οὐράνιο ὅμως αὐτό δεῖπνο ὁ Κύριός μας θά μᾶς
προσφέρῃ καί κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο, τό καινόν ποτήριον, τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό
του, τήν θεία Κοινωνία μ’ ἕναν ὅμως διαφορετικό τρόπο, «καινόν», πού
δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε, οὔτε νά φαντασθοῦμε οὔτε νά ἐννοήσουμε.
Καί θά μᾶς τό προσφέρῃ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκοδεσπότης τοῦ δείπνου, ὁ ὁποῖος καί
θά συνευφραίνεται μαζί μας καί θά μᾶς διακονεῖ. Ποιός; Ὁ Μέγας, ὁ Ὕψιστος,
ὁ Αἰώνιος, ἐμᾶς τούς μικρούς καί ἐλαχίστους.
Τό δεῖπνο αὐτό
θά εἶναι ἐπιπλέον μεγάλο, τό μεγαλύτερο πού ὑπῆρξε ποτέ, διότι εἶναι
πανηγύρι οἰκουμενικό, πανηγύρι ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι καλεσμένοι
σ’αὐτό ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν λαῶν καί τῶν ἐποχῶν. Διότι ὁ Θεός
ὅλους θέλει νά μᾶς εἰσάγῃ στήν βασιλεία του κατά τό ἀνεξιχνίαστο ἔλεός
του καί κατά τόν ἄπειρο πλοῦτο τῆς θείας του ἀγαθότητος. Ἀλλά τό πανηγύρι
αὐτό θά εἶναι καί αἰώνιο, δεῖπνο πού θά ἔχει ἀρχή ἀλλά δέν θά ἔχει τέλος.
Ἄχ, καί νά μπορούσαμε
νά καταλάβουμε ἔστω καί λίγο πῶς θά εἶναι τό οὐράνιο αὐτό πανηγύρι,
πῶς θά ζοῦμε ἐκεῖ, τί θά ἀπολαμβάνουμε, τί θά βλέπουμε, τί θά αἰσθανώμαστε!
Πῶς θά ἐπικοινωνοῦμε μέ τίς θεῖες καί ἀγγελικές δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ,
ἀλλά καί μέ τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πολύ δέ περισσότερο πῶς
θά ἀτενίζουμε τό ἄπειρο κάλλος τοῦ Θεοῦ καί πῶς θά συνομιλοῦμε μαζί
Του! Κι αὐτό ἀτελεύτητα, ἀκόρεστα, αἰώνια. Αὐτό λοιπόν τό ὑπερφυές
καί ἀσύλληπτο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ νά σκεπτόμαστε. Αὐτό νά
ποθοῦμε καί νά περιμένουμε.
2. Η ΚΛΗΣΙ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ
Σ’αὐτό τό οὐράνιο
δεῖπνο καλεῖ ὁ Θεός τόν καθένα μας καθημερινά. Μᾶς καλεῖ ἄλλοτε μέσα
ἀπό μέ τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς, μέ ἀνθρώπους πού φέρνει δίπλα μας, μέ
κάποιο οἰκοδομητικό ἀνάγνωσμα, μέ τήν ἀκρόασι κάποιας ἀφυπνιστικῆς
καί κατανυκτικῆς ὁμιλίας κι ἄλλοτε μέ κάποιες ἐσωτερικές μυστικές
φωνές πού ἀντηχοῦν στά μύχια τῶν καρδιῶν μας.
– Ἐλᾶτε κοντά
μου, μᾶς λέγει ὁ Θεός. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Τά πάντα ἔχω ἑτοιμάσει γιά σᾶς.
Ἐλᾶτε. Κανείς μή λείψῃ. Δεχθῆτε τήν πρόσκλησι.
Πόσο φοβερό
λοιπόν καί τραγικό θά εἶναι νά μοιάσουμε μέ τούς ἀνθρώπους ἐκείνους
τῆς παραβολῆς πού ἐνῶ ἄκουσαν τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ ἄρχισαν νά ὑποβάλλουν
παραιτήσεις, προφασιζόμενοι ὡς ἐμπόδιο ἄλλοι οἰκονομικές ὑποθέσεις, ἄλλοι
γεωργικές, ἄλλοι οἰκογενειακές. Σάν νά ὑπῆρξε μιά προσυμφωνημένη
συνομωσία, ὅλοι ζήτησαν νά καταστήσουν δικαιολογημένη τήν ἀπουσία
τους.
Βέβαια νόμιμες
ἦταν οἱ ἀπασχολήσεις τους. Ὅμως δέν ἄξιζαν περισσότερο ἀπ’ τήν μετοχή
τους στό βασιλικό μέγα δεῖπνο. Κι ὅλες αὐτές ἔγιναν αἰτία νά χάσουν
τελικῶς τό οὐράνιο πανηγύρι. Αὐτό ἀκριβῶς θά πρέπει νά μᾶς διδάξῃ πολύ ὅτι:
ὅταν προσκοληθοῦμε ἀκόμη καί σέ νόμιμες δραστηριότητές μας, τότε
αὐτές γίνονται σοβαρά ἐμπόδια γιά τήν πνευματική μας ζωή καί τήν κληρονομία
τῆς ἐπουρανίου βασιλείας.
Μήν
προσκολλόμαστε λοιπόν στά καθημερινά καί προσωρινά. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεός στά μεγάλα
καί αἰώνια. Μήν κλείνουμε λοιπόν τ’ αὐτιά μας στήν πρόκλησι τοῦ Θεοῦ,
στήν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, στή φωνή τοῦ εὐαγγελίου. Μᾶς καλεῖ ὁ
Θεός, στή θεία λατρεία, στήν τακτική ἱερά ἐξομολόγησι, σέ μία πνευματική ὁμιλία.
Βέβαια πάντοτε κάποιο ἐμπόδιο θά βρίσκεται μπροστά μας, γιά νά ἀπουσιάζουμε: οἱ
νέοι γονεῖς τά παιδιά τους καί τίς πολλές ἐργασίες τους, οἱ μεσήλικες ἄλλες ἀσχολίες
τους, οἱ μεγαλύτεροι τή φύλαξι τῶν ἐγγονῶν καί μύριες ἄλλες ἀσχολίες. Ἐάν ὅμως
ἔτσι χάνουμε τίς εὐκαιρίες πού μᾶς δίνει ὁ Χριστός, κινδυνεύουμε νά
σκληρυνθοῦμε, νά ἀγριέψουμε, νά ἀλλοτριωθοῦμε καί τελικῶς νά χάσουμε τά πνευματικά
μας αἰσθητήρια, νά χάσουμε καί τόν Χριστό γιά πάντα.
Ἄς μάθουμε λοιπόν
νά ἱεραρχοῦμε σωστά τίς προτεραιότητες τῆς ζωῆς. Νά ἐκτιμήσουμε τήν ἀξία τῆς
θείας προσκλήσεως. Νά συναισθανθοῦμε ποιός μᾶς καλεῖ καί ποῦ μᾶς καλεῖ!
Καί νά ποῦμε μέσα ἀπ’ τήν καρδιά μας: Μέ καλεῖ ὁ Θεός σήμερα στήν ἐκκλησία του,
αὔριο στή βασιλεία του! Πῶς μπορῶ νά πῶ ὄχι στόν Θεό; Πῶς μπορῶ νά στερηθῶ
τό οὐράνιο Μέγα δεῖπνο τοῦ Παραδείσου; |
αναρτήθηκε στις 6 Δεκ 2020, 7:47 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 6 Δεκ 2020, 7:48 π.μ.
]

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: του Αγίου
Νικολάου Ἑβρ. ιγ΄ 17-21
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λκ.
ιγ΄ 10-17
1. ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ
Κάποιο Σάββατο
ὁ Κύριος, ὅπως συνήθιζε, δίδασκε σέ μία ἀπ’ τίς συναγωγές. Ἀνάμεσα στό πλῆθος
μόλις πού ξεχώριζε μία γυναίκα σκυμμένη διαρκῶς μέ κυρτωμένο τό σῶμα της
τόσο πολύ πού δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει ὄρθιο τό κεφάλι της.
Βασανιζόταν ἡ δύστυχη δεκοκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἀπό σατανική ἐνέργεια. Ὅταν
λοιπόν τήν εἶδε ὁ Κύριος, τῆς φώναξε: Γυναίκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια
σου. Ἅπλωσε πάνω της τά χαριτόβρυτα χέρια του καί τήν ἴδια στιγμή ἔγινε καλά,
σηκώθηκε ὁλόρθη καί εὐθυτενής καί δόξαζε τόν Θεό γιά τή θεραπεία της.
Γιατί ὅμως ὁ
Κύριος σπλαγχνίσθηκε καί θεράπευσε τή γυναίκα αὐτή χωρίς ἡ ἴδια νά ζητήσει τή
θεραπεία της; Διότι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν εὐσεβής. Ἄν καί εἶχε μιά τόσο
βασανιστική καί παραμορφωτική ἀσθένεια, πού καθιστοῦσε δύσκολη καί ἐπίπονη
κι αὐτήν ἀκόμη τή μετακίνησή της, αὐτή ὅμως δέν ἀπουσίαζε ἀπό τή συναγωγή
τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἐπιπλέον ἡ γυναίκα αὐτή ἐνῶ ἦταν ἄρρωστη δεκαοκτώ ὁλόκληρα
χρόνια δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό, δέν σκληρύνθηκε ἡ καρδιά της, δέν ἔγινε ἄπιστη.
Ἀντίθετα μέσα στή δοκιμασία της ἔμεινε σταθερή στήν πίστη της. Καί προσῆλθε
στή συναγωγή μέ τόσο κόπο, διότι εἶχε πόθο νά ἀκούει τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται
μάλιστα ὅτι ἄκουγε τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου μέ ἐνδιαφέρον πολύ κι ἐκδήλωνε
βαθειά ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν. Γι αὐτό καί ὁ Χριστός μας δέν τῆς ζήτησε πίστη
γιά νά κάνει τό θαῦμα, διότι διέκρινε τήν ἐσωτερική της διάθεση. Οὔτε τῆς εἶπε
«σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Κατόπιν μάλιστα τήν ὀνόμασε καί «κόρη
τοῦ Ἀβραάμ», γιά νά ἀποκαλύψει τήν εὐσέβειά της.
Φαίνεται λοιπόν ὅτι
ἡ γυναίκα αὐτή εἶχε ἐξαγνισθεῖ μέ τήν ἀσθένεια της, εἶχε ἀποκτήσει βαθύτερη εὐσέβεια
καί πίστη. Ἦλθε στή συναγωγή γιά νά διδαχθεῖ καί νά ὠφεληθεῖ πνευματικῶς κι ὁ
Κύριος μαζί μέ τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της, τῆς χάρισε καί τή θεραπεία τοῦ
σώματός της.
Καί ἡ γυναίκα αὐτή
ἔγινε σ’ ὅλους παράδειγμα πού μᾶς διδάσκει πολύ. Μᾶς διδάσκει νά συμμετέχουμε
κάθε Κυριακή στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Καί μάλιστα ἐμεῖς πού δέν πηγαίνουμε ἁπλῶς
σέ μία συναγωγή γιά τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πηγαίνουμε στούς ἱερούς
ναούς μας ὅπου τελεῖται ἡ φοβερή και ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου μας, ἄγγελοι
καί ἅγιοι καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι ἀνάμεσά μας. Πόσο ἀδικαιολόγητοι λοιπόν εἴμαστε
νά ἀπουσιάζουμε, ὅταν μιά συγκύπτουσα μέ τόσο κόπο δέν παρέλειπε τό ἱερό της
καθῆκον σέ μία συναγωγή. Καί τί ἀπολογία θά δώσουμε στόν Θεό τήν ὥρα τῆς
κρίσεως ὅταν ὁ Κύριος θά κρίνει μπροστά μας κι ἐκείνη κι ἐμᾶς. Κάθε Κυριακή
λοιπόν στό ναό τοῦ Θεοῦ, γιά νά παίρνουμε χάρη καί δύναμη, φῶς καί ζωή.
Κάποτε καί τό θαῦμα, ἐάν ὁ Θεός τό κρίνει.
2. Ο ΦΘΟΝΟΣ
ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ
Μόλις ἡ γυναίκα
θεραπεύθηκε τά ἔκπληκτα μάτια ὅλων στράφηκαν πρόν τόν Κύριο. Ἕνας ὅμως δέν ἄντεχε
τήν κατάσταση αὐτή. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος. Αὐτός δέν μπόρεσε νά κρύψει τή ζήλεια
του, καί γεμάτος ἀγανάκτηση ἄρχισε νά διαμαρτύρεται: ἕξι ἡμέρες μποροῦμε
νά ἐργαζόμαστε. Αὐτές τίς ἐργάσιμες ἡμέρες νά ἔρχεστε νά θεραπεύεστε, κι ὄχι
τό Σάββατο.
Ὁ Κύριος ὅμως
βλέποντας τή φοβερή ὑποκρισία καί τό φθόνο τοῦ ἀρχισυναγώγου, τόν ξεσκεπάζει
μπροστά σέ ὅλους: Ὑποκριτή, τοῦ λέει. Ὁ καθένας σας τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου
δέν λύνει τό βόδι του ἤ τό γαϊδουράκι του ἀπό τή φάτνη καί δέν τό πηγαίνει
νά τό ποτίσει; Καί τό κάνει αὐτό χωρίς νά θεωρεῖται παραβάτης τῆς ἀργίας
τοῦ Σαββάτου. Αὐτήν ὅμως ἡ γυναικα, πού εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραάμ, καί τήν ἔδεσε ὁ
σατανᾶς μέ τέτοια ἀρρώστια, ὥστε νά μή μπορεῖ νά σηκωθεῖ ὄρθια δεκαοκτώ ὁλόκληρα
χρόνια, δέν ἔπρεπε νά θεραπευθεῖ τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ τά ἔλεγε αὐτά ὁ
Κύριος, ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίθετοί του καί ἰδιαιτέρως ὁ ἀρχισυνάγωγος.
Διότι αὐτός ἦταν
τόσο πολύ κυριευμένος ἀπό τό φθόνο, ὥστε παραλογίσθηκε. Ἐπειδή δέν τολμοῦσε
νά ἐλέγξει κατευθείαν τόν Κύριο, τά ἔβαλε πονηρά και ὑποκριτικά μέ τό λαό.
Τόν κατηγόρησε ὅτι παραβιάζει τό Σάββατο, ἐνῶ καμμία σχέση δέν εἶχε ὁ λαός μέ
τή θεραπεία πού ἔγινε. Ἀλλά οὔτε ἡ γυναίκα πού θεραπεύθηκε παρακάλεσε τόν
Κύριο νά τήν θεραπεύσει. Ἔπρεπε λοιπόν αὐτή νά διαμαρτυρηθεῖ καί νά ἀρνηθεῖ
τήν θεραπεία της; Τέλος ἀντί νά ἀναγνωρίσει ὁ ἀρχισυνάγωγος τό θαῦμα
πού ἔγινε τό παρουσιάζει ὡς μιά ἁπλή ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Ἐάν ἦταν ὅμως μιά φυσική
θεραπεία τότε γιατί δέν τήν ἔκανε ὁ ἴδιος κάποια ἄλλη ἡμέρα; Τόσα χρόνια
τήν εἶχε κοντά της.
Ὁ φθόνος λοιπόν
παραλογίζει καί ἐξευτελίζει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μιά ἀσθένεια πού ὅταν μᾶς
κυριεύσει μᾶς κάνει ἀνεξέλεγκτους. Κάποτε ὁδηγεῖ καί σέ πράξεις ἀποτρόπαιες
καί ἐγκληματικές. Πάντοτε ὅμως ἀναστατώνει καί συχνά διαλύει τίς ἀνθρώπινες
σχέσεις. Γίνεται τεῖχος ἀκόμη κι ἀνάμεσα σέ συγγενεῖς. Διαλύει οἰκογένειες,
φιλίες, καταστρέφει ψυχές. Χρειάζεται λοιπόν πολλή προσοχή. Ἐάν βλέπουμε
μέσα στήν ψυχή μας τό παραμικρό ἴχνος ζήλειας, μήν τό ἀφήνουμε νά ἐξελιχθεῖ.
Ἀλλά νά προστρέχουμε στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως
καί νά ζητοῦμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά τό καταπολεμήσουμε ἀμέσως πρίν νά ‘ναι
ἀργά. |
αναρτήθηκε στις 21 Νοε 2020, 6:58 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 21 Νοε 2020, 6:58 π.μ.
]
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Ἐφεσ.
β΄ 14-22
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ.
ιβ΄ 16-21
1. ΔΕΝ ΧΟΡΤΑΙΝΟΥΝ
ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Ὁ μεγαλοκτηματίας
τῆς παραβολῆς ἦταν πολύ εὐχαριστημένος· διότι ἐκείνη τήν χρονιά, «εὐφόρησεν
ἡ χώρα», ἦρθαν εὐνοϊκές οἱ καιρικές συνθῆκες καί τά χωράφια ἀπέδωσαν
μεγαλύτερη παραγωγή. Κι αὐτός ἔγινε πολύ πλουσιότερος. Ὅμως τό
γεγονός αὐτό, ἀντί νά τοῦ δώσῃ χαρά, τόν βυθίζει σέ πελάγη ἀγωνίας.
«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;». Τί νά κάνω,
ποῦ νά συγκεντρώσω τούς καρπούς πού μοῦ περισσεύουν γιά νά μή τούς χάσω;
᾿Επιτέλους μετά
ἀπό τίς βασανιστικές του σκέψεις ὁ πλούσιος βρίσκει τή λύση! «Τοῦτο
ποιήσω»! Θά γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καί θά χτίσω μεγαλύτερες. Καί
θά συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλους τούς καρπούς μου. Καί μετά θά καθήσω νά
τά ἀπολαύσω. Καί θά πῶ στήν ψυχή μου· Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά, πού φθάνουν
γιά νά περάσεις μέσα στή χλιδή μιά ὁλόκληρη ζωή. Λοιπόν, καιρός νά ξεκουρασθεῖς.
«Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἀπόλαυσε τή ζωή σου. Χόρτασε
τόν πλοῦτο σου.
ΤΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ!
Πραγματικά ἄφρων, ἄμυαλος ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Φαντάζεται πώς
μέ τήν ἐπέκτασι τῶν ἐπιχειρήσεών του θά χαρῇ, θά χορτάσῃ τήν ψυχή
του.
῞Ομως τό λάθος
αὐτό τοῦ ἄφρονος πλουσίου ἐπαναλαμβάνεται σέ κάθε ἐποχή καί ἰδιαιτέρως
στή σύγχρονη ἄπληστη κοινωνία μας. Κι ὄχι μόνο στούς πλούσιους, ἀλλά
στούς περισσότερους ἀνθρώπους· ἀκόμη καί σέ πολλούς πιστούς Χριστιανούς.
Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα στηρίζουμε τή ζωή μας στήν οἰκονομική
ἄνεσι, τό χρῆμα, τήν ἐπίδειξι. Ἀναζητοῦμε ἐπιτυχίες ἐγκόσμιες
καί μάταιες. Θέλουμε νά ἔχουμε κάθε τί πού προσφέρει ἡ σύγχρονη ζωή. Ἐξαρτοῦμε
λίγο ἤ πολύ τή ζωή μας ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά. Καί πιστεύουμε πώς ἔτσι θά
εὐτυχήσουμε.
Τά ὑλικά ἀγαθά
ὅμως δέν μποροῦν νά χορτάσουν τήν ψυχή μας. Διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνον
ὑλικό ὄν. ῎Εχει σῶμα, ἀλλά ἔχει καί ψυχή ἀθάνατη. Εἶναι ποτέ δυνατόν
νά χορτάσῃ ὁ ἄνθρωπος τήν ψυχή του μέ ὑλικά ἀγαθά; ῾Η ψυχή θέλει τό ἀνώτερο,
τό πνευματικό, τό ἅγιο γιά νά χορτάσῃ, νά εὐτυχήσῃ. Οἱ πόθοι τῆς ψυχῆς
εἶναι ἄπειροι καί μόνο μέ τόν ἄπειρο Θεό μποροῦν νά πληρωθοῦν, νά ἱκανοποιηθοῦν.
Ἀλλά ἐπιπλέον,
μέχρι πότε μπορεῖ νά διατηρήσῃ κανείς τόν πλοῦτο του; Κι ἄν δέν τόν
χάσῃ κανείς ὅσο ζεῖ, ἔρχεται κάποτε ξαφνικά καί ἀμετάκλητα νά τόν ληστέψῃ
ὁ μεγάλος κλέφτης, ὁ θάνατος· ὅπως ἔγινε καί στόν πλούσιο τῆς παραβολῆς.
2. Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ
ΘΗΣΑΥΡΟΣ
Τήν ὥρα πού ὁ
πλούσιος καλεῖ τήν ταλαιπωρημένη ψυχή του ν᾿ ἀπολαύσῃ τά ὑλικά ἀγαθά,
βρόντησε ξαφνικά ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. «Ἄφρον». Ἀνόητε ἄνθρωπε, πού στήριξες
τήν εὐτυχία σου στίς ὑλικές σου ἀπολαύσεις. «Ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν
σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Αὐτή τή νύκτα ἀπαιτοῦν τήν ψυχή σου οἱ σκοτεινοί
καί ἀπαίσιοι δαίμονες, γιά νά τήν σύρουν στόν ὄλεθρο. Αὐτή τή νύκτα
θά πεθάνεις. Κι ὅλα αὐτά πού μιά ζωή μέ κόπο συγκέντρωνες, τά χάνεις.
Σέ ποιόν πλέον θά ἀνήκουν; Καί ὁ Κύριος σφραγίζει τήν παραβολή
λέγοντας: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Παρόμοιο
τέλος θά ἔχῃ καί ὅποιος θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του τόν ὑλικό πλοῦτο καί
δέν ἐνδιαφέρεται νά πλουτίζῃ «εἰς Θεόν».
ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ εἶναι
αὐτός ὁ «εἰς Θεόν πλοῦτος»; Οἱ θησαυροί πού δέν χάνονται, καθώς κανείς
ἀποχαιρετᾶ αὐτή τή ζωή εἶναι οἱ ἀρετές. Διότι οἱ ἀρετές μᾶς συνδέουν
μέ τόν Χριστό. Κι ὅταν ἔχουμε τόν Χριστό, ἔχουμε τό πᾶν, ἔχουμε τόν πιό
πολυτίμο θησαυρό μέσα μας. Βέβαια οἱ ἀρετές σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν γῆ δέν ἐντυπωσιάζουν
τούς πολλούς. Εἶναι ὅμως ὁ μοναδικός θησαυρός, γιά τόν ὁποῖο ἀξίζει
νά δώσῃ κανείς ὅλη του τήν ἀγάπη, καί τή θέλησι. Γιατί ἡ ἀξία τους εἶναι
μεγάλη καί σ᾿ αὐτή τή ζωή, ἀλλά πολύ περισσότερο στήν ἄλλη, τήν αἰώνιο.
Σ᾿ αὐτή τήν ζωή ἡ
ἀρετή ἱκανοποιεῖ πλήρως τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Τόν ἐλευθερώνει ἀπό
τήν δουλεία τῶν παθῶν καί ἐγκαθιδρύει στήν ψυχή τήν εἰρήνη καί τήν
χαρά, ἀγαθά τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐξαγοράσουν ὅλοι οἱ θησαυροί
τοῦ κόσμου. Πόσο μεγάλη εὐτυχία καί ἀνάπαυσι ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχῃ
εἰρηνική τήν συνείδησή του, ὅταν κάνῃ τό καλό στόν συνάνθρωπο, ὅταν
κάνῃ ἐλεημοσύνες καί ἀγαθοεργίες, ὅταν ἀντιστέκεται καί νικᾶ τούς πειρασμούς!
Ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή ὅποιος θησαυρίζει μέ ἀρετές, θά ἀξιωθῇ νά κατοικῇ
ὄχι σέ ἐπίγεια πρόσκαιρα παλάτια, ἀλλά στήν πανένδοξη βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔχει ἑτοιμάσει γι᾿ αὐτόν στέφανο γιά νά τόν βραβεύσει,
θρόνο γιά νά τόν δοξάσῃ, βασιλεία γιά νά τόν κάνῃ κληρονόμο Του.
Λοιπόν,
χρειαζόμαστε ὅλοι μας γκρέμισμα καί χτίσιμο. Νά γκρεμίσουμε τίς παλιές
ἀποθῆκες πού ἔχουμε μέσα μας, ὅπου φωλιάζουν τά πάθη καί οἱ προσκολλήσεις
μας στά ὑλικά ἀγαθά. Καί ν᾿ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό καί τήν ἀρετή. ῎Ετσι
θά γίνουμε πλούσιοι. Πάμπλουτοι. Κάτοικοι στό παλάτι τοῦ Θεοῦ. |
αναρτήθηκε στις 14 Νοε 2020, 7:46 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 14 Νοε 2020, 7:46 π.μ.
]
ΤΟ “ΕΡΩΤΗΜΑ”:
“Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;”, ρώτησε ένας
νομοδιδάσκαλος τον Κύριο θέλοντας να Τον παγιδεύσει. Εκείνος τον παρέπεμψε στις
εντολές του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε ο νομοδιδάσκαλος ανέφερε τις δύο βασικότερες
εντολές, την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον.
Θέλοντας όμως να
δικαιολογηθεί, επειδή έθεσε ένα ερώτημα στο οποίο του ήταν γνωστή η απάντηση,
έθεσε και δεύτερο: “Ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου;” Αυτό το ερώτημα στάθηκε
η αφορμή να διηγηθεί ο Κύριος την υπέροχη παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ:
“Κάποιος άνθρωπος”, είπε, “κατέβαινε στην Ιεριχώ και έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι
οποίοι τον λήστεψαν, τον έγδυσαν, τον καταπλήγωσαν και τον εγκατέλειψαν
μισοπεθαμένο. Κάποια στιγμή ένας ιερέας που κατέβαινε στο δρόμο εκείνο, ενώ τον
είδε από μακριά, απομακρύνθηκε χωρίς να προσφέρει βοήθεια. Παρομοίως, κάποιος
Λευίτης, υπηρέτης του ναού, έφθασε στο μέρος εκείνο. Αυτός φάνηκε ακόμη πιο
άσπλαχνος. Πλησίασε, είδε την άθλια κατάσταση του πληγωμένου κι έφυγε”.
“ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ”: Ο ιερέας έφυγε από ενστικτώδη φιλαυτία, ενώ ο Λευίτης
έπειτα από υπολογισμό. Και οι δυο όμως, είχαν αξίωμα και έργο ιερό, οπότε θα
έπρεπε, περισσότερο από οποιονδήποτε, να είναι συμπονετικοί και ελεήμονες στον
ετοιμοθάνατο διαβάτη. Αυτοί, από καθέδρας, δίδασκαν τους άλλους το καθήκον της
αγάπης στον πλησίον! Κι όμως, αθέτησαν το καθήκον αυτό. Είναι θλιβερό, να
γίνονται παραδείγματα σκληρότητος άνθρωποι του Θεού και να δυσφημούν τόσο πολύ
το Θεό. Κάτι τέτοιο διαχρονικά επαναλαμβάνεται συχνά από «ανθρώπους του Θεού»,
και από εμάς τους ίδιους. Λεγόμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, κι αποδεικνυόμαστε
εμπράκτως άσπλαχνοι, σκληροί, επιλήσμονες του ανθρωπίνου πόνου. Ο Κύριός
ξεκαθαρίζει ότι χωρίς αγάπη στο συνάνθρωπο, Βασιλεία Ουρανών δεν πρόκειται να
κληρονομήσουμε. Η αγάπη προς τον πλησίον είναι σφραγίδα γνησιότητάς και βασική
προϋπόθεση σωτηρίας.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣ
ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ: Κάποια στιγμή, επανερχόμενοι στην
παραβολή, ένας Σαμαρείτης, που διάβαινε από το δρόμο εκείνο, είδε τον
πληγωμένο, πλησίασε και τον σπλαχνίστηκε. Δεν φοβήθηκε μην πάθει τα ίδια, έσκυψε
φιλάνθρωπα, έπλυνε τα τραύματά του, τα άλειψε με λάδι και κρασί, τα έδεσε με
επιδέσμους. Κι αφού με κόπο τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε σε κάποιο
πανδοχείο και τον περιποιήθηκε ολονυχτίς. Την επομένη, έδωσε χρήματα στον
ξενοδόχο λέγοντάς του: “Περιποιήσου τον. Και ό,τι άλλο ξοδέψεις θα σου το
εξοφλήσω επιστρέφοντας στην πατρίδα μου. Λοιπόν”, ρώτησε ο Κύριος το
νομοδιδάσκαλο, “ποιος από τους τρεις επιτέλεσε το καθήκον του προς τον
πλησίον;” Κι εκείνος απάντησε: “Αυτός που τον συμπόνεσε και τον ελέησε”. Ο
Κύριος τότε του είπε: “Πήγαινε και κάνε κι εσύ το ίδιο”. Αυτή την προτροπή
δίνει και σε μας ο Κύριος. Η προτροπή Του δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του
ανθρώπου, αδράνειας ή τύρβης μέσα στα δικά του πάθη. Εφησυχασμός και αδράνεια
φανερώνουν καταστάσεις αλλοίωσης της φυσιολογίας του ανθρώπου, της κατ’ εικόνα
Θεού δημιουργίας. Ο άνθρωπος είναι ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία.
Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως
προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν σε στασιμότητα λόγω της ανακύκλωσης των ίδιων
πάντοτε παθών τους, κυρίως των λογισμών τους. Λειτουργούν με τρόπο «αυτιστικό»,
περιφερόμενοι αενάως γύρω από το “εγώ” τους. Ο Κύριος καλεί όλους σε πορεία
προς τα εμπρός, δείχνοντας αγάπη σε κάθε πάσχοντα, χωρίς να εξετάζουμε αν είναι
οικείος, ξένος, εχθρός, χωρίς να υπολογίζουμε θυσίες, κόπους, δαπάνες. Αυτό
δίδαξε ο Κύριος κυρίως με τη ζωή Του. Ο Ίδιος έγινε ο καλός Σαμαρείτης για μας.
Αγάπησε τους ανθρώπους “άχρι θανάτου”. Η αγάπη Του κορυφώθηκε στο Σταυρό.
Δυστυχώς όμως στην εποχή μας, ενώ όλοι μιλούμε για αγάπη, πραγματική αγάπη δεν
έχουμε. Κι αυτό φαίνεται στις σχέσεις μας με τους οικείους. Αλλά αν
δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε τους δικούς μας, πόσο μάλλον τους ξένους; Πλησίον
μας είναι συχνά συνάνθρωποι που μας μισούν, μας συκοφαντούν, μας αδικούν.
Εμείς, όχι μόνο δε νοιαζόμαστε γι' αυτούς καθόλου, αλλά μάλιστα μνησικακούμε
εναντίον τους! Συμβαίνει κάποτε να μένουμε στην ίδια πολυκατοικία ή να
εργαζόμαστε στην ίδια εργασία και όμως να είμαστε ξένοι και άγνωστοι μεταξύ
μας. Έτσι, υποφέρουμε γιατί η καρδιά μας είναι στεγνή από αγάπη, γιατί μας
κυβερνά ο ατομισμός και η φιλαυτία. Αγάπη σημαίνει θυσία, να δίνουμε κι όχι να
απαιτούμε να γίνουν οι άλλοι καλοί για να τους αγαπήσουμε, σημαίνει “πλάτυνση
καρδίας”, για να χωράει όλους, ακόμη κι αυτούς που μας στενοχωρούν. Να
προσφέρουμε αγάπη απαθώς και διακριτικώς, χωρίς να αισθανθούν ότι κάνουμε
προσπάθεια να τους αγαπήσουμε. Να ακούμε εμπόνως τον πόνο τους, να τους
ανακουφίζουμε στο πρόβλημά τους. Να διαισθανόμαστε κούρασή, δυσκολίες,
επιθυμίες τους. Η αγάπη μας, ας εκδηλώνεται μ’ ένα στοργικό λόγο, με τη σιωπή
μας, με τη διακονία μας, με θυσίες που κοστίζουν ίσως. Έτσι θα γίνουμε καλοί
Σαμαρείτες. Άρα τό “ομοίως” του Κυρίου αφορά στον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη, που
επαινείται και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Το γνώρισμα της
οδού αυτής είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που παραμερίζει κάθε διαφορά που
χωρίζει. Η αγάπη συνιστά μονόδρομο: εκτός αγάπης ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους
αλλότριους του Θεού. Έτσι, για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν»,
πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’ αυτού».
ΑΓΑΠΗ:
Η αγάπη πρέπει να “επιτίθεται” σε όλους τους συνανθρώπους. Ο πλησίον, δεν
ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο του Ιουδαϊσμού,
που θεωρούσε πλησίον μόνον τους Ιουδαίους και απέρριπτε την έννοια του πλησίον
για τους “απερίτμητους”. Πλησίον, στο πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε
συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή τάξης, διότι ο ίδιος ο αγαπών
άνθρωπος, γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο
Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου από την παθητική διατύπωσή: «τις
εστί μου πλησίον;», θέττοντάς το με ενεργητική διάθεση: «γεγονέναι
πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου! Η αγάπη προς τον συνάνθρωπο
έχει θυσιαστικό γνώρισμα. Στην ανάγκη του άλλου, το θείο θέλημα απαιτεί
προσωπική στάση, απώλεια χρόνου, άνεσης και των δικών μας αναγκαίων μέσων,
προσφορά, διαρκή έγνοια. 'Ο,τι επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή
αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα
αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού
θη υπέρ των φίλων αυτού»! Όμως, αν κάποιος μέινει στο θεωρητικό επίπεδο,
ακόμη και με πραγματικά καλή διάθεση, δεν αγγίζει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου
πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο
ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς». Η αγάπη έχει διπλή
διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε
και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό.
Μονομερής αγάπη, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο.
Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σημειώνει: «όποιος
ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης».
Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και
τηρούμε τις εντολές Του», και όχι απλώς η αγάπη μας να είναι ο συνηθισμένος
κοσμικός ανθρωπισμός, συχνά φαμφαρόνικα επιδεικτικός!
ΞΕΒΟΛΕΜΑ:
Η μίμηση του Σαμαρείτη απαιτεί γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι
θανάτου. Όμως, κοινη είναι η διαπίστωση για τους “πιστούς” της τρίτης μ.Χ.
χιλιετίας. Εφαρμογή ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει πρότυπο
τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη της Παραβολής, όχι του Σαμαρείτη. Ο
Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και
μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω της Θείας Ευχαριστίας, μερίζεται από αγάπη
για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε
αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, έστω, βλέποντας τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα
μας και κλαίμε με δάκρυα αυτογνωσίας για την κατάντια μας; Πώς ανελεήμονες
όντες προς τον πλησίον, ζητάμε θείο έλεος; Το μεγαλύτερο έργο που έχουμε να
κάμουμε στη ζωή αυτή, δεν είναι η απόκτηση πλούτου, δόξας ή κοσμικών αγαθών. Η
αγάπη είναι στοιχείο αναγνώρισης κάθε χριστιανού από τους άλλους ανθρώπους.
Αυτή η αγάπη προς τον πλησίον, είναι και το βασικό κριτήριο της αιωνίου
ευτυχίας μας. Αν θέλουμε να δούμε το πρόσωπον του Θεού, πρέπει να αγαπήσουμε το
συνάνθρωπό μας με αγάπη Χριστού γνήσια και ουσιαστική. Γιατί, όπως μας λεει ο
απόστολος Παύλος: “η αγάπη είναι η τέλεια εκπλήρωση των εντολών του Θεού”
(Ρωμ.ιγ΄10). |
αναρτήθηκε στις 7 Νοε 2020, 8:36 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 7 Νοε 2020, 8:37 π.μ.
]

Η πίστη ως τόλμη
«Και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος»
Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά στον Χριστό για να τον δουν, να τον ακούσουν και να δεχθούν κάποια ευεργετική δωρεά Του. Αρκετοί πίστευαν ότι και με ένα άγγιγμα στα ενδύματά Του, θα γίνονταν δέκτες της ευλογίας Του. Και πραγματικά «όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο». Το βλέπουμε και στην αιμορροούσα γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου. Η δυστυχισμένη εκείνη ύπαρξη υπέφερε δώδεκα ολόκληρα χρόνια και ακόμα και η ίδια η επιστήμη ύψωνε τα χέρια στην περίπτωσή της. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν. Μόνο μια ελπίδα απέμενε. Ο παντοδύναμος Ιησούς για τον οποίο τόσα πολλά ακούγονταν, ότι δηλαδή θαυματουργούσε και πρόσφερε ζωή στους ανθρώπους.
Έτσι, λοιπόν, όταν ο Κύριος επισκέφθηκε τον τόπο της, αυτή δεν παρέλειψε να αδράξει την ευκαιρία. Αποφάσισε να τον πλησιάσει. Αυτή τολμούσε, αλλά το πλήθος του κόσμου που τον είχε κυκλώσει και συμπορευόταν μαζί Του, δεν της επέτρεπε να πλησιάσει πιο κοντά. Φάνταζε αδύνατο να μπορέσει να του μιλήσει. Η πίστη όμως πάντοτε και ιδιαίτερα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, δίνει διεξόδους ζωής. Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός βάδιζε ανάμεσα στο συνωθούμενο πλήθος, εκείνη κατάφερε να πλησιάσει και να αγγίξει στο πίσω μέρος ένα άκρο του ενδύματός Του. Τη στιγμή αυτή ένιωσε σαν να την άγγιξε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Αισθάνθηκε κάτι παράξενο και κατάλαβε ότι έλαβε το ποθούμενο. Ότι θεραπεύθηκε. Ίσχυσε και στην περίπτωσή της το αποστολικό λόγιο «εγγίσατε τω Θεώ και εγγιεί υμίν». Αγγίζουμε τον Θεόν όταν έχουμε πίστη. Όταν εναρμονίζουμε τη ζωή μας με το θέλημά του. Όταν εκφράζουμε εμπιστοσύνη για τις δωρεές Του.
Το σωτήριο άγγιγμα
Όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς, καθώς πορευόταν ο Χριστός και τον «συνέθλιβε» πλήθος κόσμου, όλοι έμειναν σαστισμένοι όταν ρώτησε: «Ποιος με άγγιξε;». Το ερώτημά του, τη μεγάλη αυτή στιγμή του συνωστισμού, φάνηκε να ήταν μάλλον ακατανόητο. Και όμως ο Κύριος επέμενε: «Κάποιος με άγγιξε». Τότε η πιστή γυναίκα, έντρομη, πλησίασε, ομολόγησε την ενέργειά της και δημοσιοποίησε το θαυμαστό αποτέλεσμα που είχε.
Όμως κάτι που θα πρέπει να προσέξουμε, αγαπητοί αδελφοί, είναι ότι το άγγιγμά της στο ρούχο του Ιησού δεν ήταν μόνο εξωτερικό, αλλά ήταν κυρίως εσωτερικό. Τι σημαίνει αυτό; Ήταν άγγιγμα με πίστη. Γι’ αυτό, άλλωστε, προέκυψε και το θαυμαστό αποτέλεσμα. Η αιμορροούσα γυναίκα γίνεται αιώνιο παράδειγμα για κάθε άνθρωπο που καταλαμβάνεται από τον ευλογημένο πόθο να «αγγίξει» το πρόσωπο του Χριστού, η παρουσία του οποίου αποκαλύπτεται αυθεντικά στο Σώμα του, την Εκκλησία. Η μετοχή στη μυστηριακή ζωή της, μεταβάλλεται σ’ ένα σωτήριο «άγγιγμα» που αποκαθιστά την προσωπικότητα του ανθρώπου και τον αφήνει να γεύεται το χώρο της θείας θαυματουργίας στη ζωή του. Αρκεί ο άνθρωπος να μην μένει εγκλωβισμένος στον εαυτό του. Να μην εμπιστεύεται τις εγωτικές του δυνάμεις, αλλά να εγκολπώνεται την αγάπη και την χάρη του Χριστού. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέει ότι ο σκοπός του πνευματικού μας αγώνα στην Εκκλησία είναι «ίνα μη ώμεν πεποιθότες εφ’ εαυτοίς, αλλ’ επί τω Θεώ τω εγείροντι τους νεκρούς».
Αγαπητοί αδελφοί, η ευαγγελική αλήθεια υπαγορεύει στη ζωή μας να προσεγγίσουμε κι εμείς το Σωτήρα Χριστό για να δεχθούμε τη σωτήρια αλήθεια του. Ας μη λησμονούμε ότι και εμείς σήμερα, όπως η αιμορροούσα γυναίκα τότε, υποφέρουμε από διάφορες «ασθένειες» που δεν μας επιτρέπουν να ζούμε στην χάρη και την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό, ας τολμήσουμε όπως η γυναίκα τότε να πλησιάσουμε τον Κύριο για να καταστούμε και εμείς δέκτες της θεραπευτικής ενέργειάς Του, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να μας απαλλάξει από τα σημερινά τραγικά αδιέξοδα που τόσο οδυνηρά βιώνουμε. Η ευαγγελική περικοπή σήμερα αναφέρεται και στο θαύμα της ανάστασης της θυγατέρας του Ιαείρου. Ο λόγος του Χριστού που απηύθυνε στον Ιάειρο «μη φοβού, μόνον πίστευε και σωθήσεται», ας γίνει ο πιο ισχυρός δείκτης και στη δική μας ζωή.
|
αναρτήθηκε στις 31 Οκτ 2020, 9:31 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 31 Οκτ 2020, 9:31 π.μ.
]
 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α΄
Κορ. ιβ΄ 27-ιγ΄ 8
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Λουκ.
ιστ΄ 19-31
Στη σημερινή
Ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί μου αδελφοί, ο Ευαγγελιστής Λουκάς μέσω της
παραβολής του Κυρίου μάς μεταφέρει από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο στην μετά
θάνατο ζωή και μας παρουσιάζει τις συνέπειες του τρόπου ζωής μας αλλά και της
συμπεριφοράς μας προς τους συνανθρώπους μας
. Μας
παρουσιάζει, λοιπόν, δύο ανθρώπους, ο ένας ήταν πλούσιος και ο άλλος φτωχός. Ο
πλούσιος ζούσε μέσα στη χλιδή, φορούσε πολυτελή και ακριβά ενδύματα, διασκέδαζε
καθημερινά με πλούσια φαγοπότια, ξόδευε τα πλούτη του αδιαφορώντας για ότι
συμβαίνει γύρω του, αλλά και για τους συνανθρώπους του. Με λίγα λόγια τον
ενδιέφερε μόνο η δική του καλοπέραση.
Ο άλλος,
ονομαζόταν Λάζαρος, ήταν πάμφτωχος και άστεγος και ζούσε συνεχώς μέσα στον πόνο
και την εγκατάλειψη από τους ανθρώπους. Όλα τούτα τα υπέμενε με παραδειγματική
καρτερία και υπομονή. Δεν παραπονέθηκε ποτέ του κατά του πλουσίου αλλά ούτε και
δυσφόρησε ποτέ του κατά του Θεού για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε.
Ζητιανεύοντας ο Λάζαρος κατέληξε μπροστά στην πόρτα του πλουσίου περιμένοντας
από αυτόν να τον ελεήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Όμως ο πλούσιος δεν του έδωσε
τίποτα. Ακόμα και την πείνα του προσπαθούσε να την χορτάσει από τα ψίχουλα που
έπεφταν χάμω από το τραπέζι του πλουσίου. Σε αντίθεση με τον πλούσιο τα σκυλιά
του έγλυφαν τις πληγές του από συμπόνια μη δυνάμενα να του προσφέρουν κάτι
άλλο.
Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα της εξόδου του φτωχού
Λαζάρου από την ζωή τούτη, άγγελοι παρέλαβαν την ψυχή του και την οδήγησαν εν
“κόλποις Αβραάμ”, δηλαδή στον Παράδεισο όπου εκεί απολάμβανε τα ουράνια αγαθά.
Αφού πέθανε και ο πλούσιος και κηδεύτηκε με δόξες και τιμές, αντί για τον
Παράδεισο κατέληξε στον τόπο της βασάνου, στον Άδη. Ο πλούσιος στον Άδη
βασανιζόταν υπέφερε και κατακαιγόταν από το άσβεστο πυρ ενώ ο Λάζαρος χαιρόταν
και απολάμβανε τα παραδείσια αγαθά. Ο πλούσιος τότε μη υποφέροντας τον καύσωνα
της κολάσεως ζητά από τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να του δροσίσει τη γλώσσα
με το άκρο του δακτύλου του, αφού πρώτα το βρέξει με νερό. Όμως αντί αυτού ο
Αβραάμ λέει στον πλούσιο ότι υπάρχει μια μεγάλη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους
και ότι είναι αδύνατο να εκπληρωθεί το αίτημά του. Παράλληλα του υπενθυμίζει τα
αγαθά που απόλαυσε στη γη και τις στερήσεις και κακουχίες που πέρασε ο Λάζαρος.
Μετά το διάλογο τούτο ο πλούσιος κατανόησε τα
σφάλματά του και ζητά από τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο πίσω στη γη για να
προειδοποιήσει τα αδέρφια του να αλλάξουν τρόπο ζωής και να μετανοήσουν για τις
πράξεις τους, ώστε να μην καταλήξουν και αυτοί στην Κόλαση. Τότε ο Αβραάμ του
αποκρίνεται ότι “έχουσι Μωυσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών” δηλαδή να
εφαρμόζουν την διδασκαλία και τον λόγο του Θεού για να σωθούν. Ο πλούσιος
αγωνιώντας επιμένει ότι δεν αρκεί αυτό αλλά μόνο όταν κάποιος από τους νεκρούς
αναστηθεί και τους μιλήσει θα πιστέψουν και θα βεβαιωθούν για την ύπαρξη της
αιώνιας ζωής. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε ότι αν δεν ακούσουν στα λόγια του
Μωυσή και των προφητών, δεν πρόκειται να πειστούν ούτε από τα λόγια κάποιου
νεκραναστημένου.
Ο πλούσιος δεν
καταδικάστηκε για τον πλούτο του, αλλά για την φίλαυτη και εγωιστική χρήση του.
Ο πλούτος είναι δωρεά του Θεού σε ορισμένους ανθρώπους. Αυτή την δωρεά ο
πλούσιος καλείται να την αξιοποιήσει για την ευεργεσία του εαυτού του αλλά και
των συνανθρώπων, όπως ο ίδιος ο Θεός ο οποίος ευεργετεί και ελεεί “δικαίους και
αδίκους”, χωρίς να ζητά ανταλλάγματα. Εξάλλου όπως γράφει το βιβλίο των
Παροιμιών αυτός που δίνει ελεημοσύνη σε αυτούς που την έχουν ανάγκη είναι σαν
να δανείζει τον Θεό, γι’ αυτό ο Θεός κατά κάποιο τρόπο τού είναι οφειλέτης και
για να ξεχρεώσει χαρίζει στον άνθρωπο την ουράνια βασιλεία του. Αυτός που βοηθά
τους συνανθρώπους του από αγάπη, μοιάζει στον Θεό, ο οποίος από αγάπη και μόνο
για τον άνθρωπο θυσιάστηκε για να τον σώσει από την φιλαυτία του που τον
οδήγησε στην αμαρτία.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι κατά την Δευτέρα
παρουσία του Κυρίου, κριτήριο του θα είναι η αγάπη μας προς τους πάσχοντες
συνανθρώπους μας, γι’ αυτό είπε ότι “ εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των
ελαχίστων εμοί εποιήσατε “. Και η πιο ελάχιστη ευεργεσία που κάνουμε στους
ανθρώπους είναι σαν να την έχουμε κάνει για τον Κύριο .Ο Κύριος όμως δεν ζητά
να ελεούμε με καταναγκασμό αλλά με χαρά. Ό,τι γίνεται από ανάγκη και όχι από
ελεύθερη προαίρεση δεν είναι αποδεχτό από τον Θεό.
Αγαπητοί μου, ο
πλούσιος δεν καταδικάστηκε στην κόλαση γιατί ήταν πλούσιος αλλά γιατί δεν έκανε
σωστή χρήση της δωρεάς την οποία του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Ο πλούτος από μόνος
του δεν είναι καλός ή κακός, ο τρόπος διαχείρισής του τον κάνει να φαίνεται ένα
από τα δύο.
Η ελεημοσύνη ως απόρροια της αγάπης, μάς
εξομοιώνει με τον ελεήμονα και φιλάνθρωπο Θεό. Όποιος, λοιπόν, δίνει χωρίς
φειδώ, πλουσιοπάροχα θα του αποδοθούν εκατονταπλάσια στην αιώνια ζωή με την
απόλαυση των άφθαρτων αιωνίων αγαθών. Η αρετή της ελεημοσύνης οδηγεί κατευθείαν
στη βασιλεία των ουρανών. Ας στραφούμε προς τους έχοντες ανάγκη, προσφέροντάς
τους από το περίσσευμά ή το υστέρημα μας, για να φανούμε καλοί οικονόμοι και
διαχειριστές των αγαθών του Θεού. |
αναρτήθηκε στις 24 Οκτ 2020, 8:16 π.μ. από το χρήστη Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Πλωμαρίου
[
ενημερώθηκε 24 Οκτ 2020, 8:16 π.μ.
]
 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Γαλ. α΄ 11-19
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ:Λουκ. η΄ 27-39
Ὁ δαιμονισμένος τῆς
περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῆς περιοχῆς. Ροῦχα δὲν φοροῦσε
καὶ σὲ σπίτι δὲν κατοικοῦσε· κατοικία του εἶχε τὰ μνήματα. Καθὼς ἀντικρύζει τὸν
Κύριο, τὰ δαιμόνια ἀναστατώνονται, βάζει φωνὴ μεγάλη τὸ θύμα τους: «Τί ἐμοὶ καὶ
σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;»· ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ
σὲ σένα, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσεις. Τὸ δαιμόνιο ποὺ
μίλησε ἦταν φοβισμένο πολύ, διότι ὁ Κύριος εἶχε διατάξει νὰ φύγει ἀπὸ τὸν
ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο. Ταλαιπωρημένο μάλιστα φρικτά, διότι γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν
εἶχαν καταλάβει τὰ δαιμόνια. Καὶ ἦταν τόσο ἀγριεμένος, ὥστε τὸν ἔδεναν οἱ ἄνθρωποι
μὲ ἁλυσίδες καὶ δεσμὰ στὰ πόδια, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸν φυλᾶνε. Αὐτὸς ὅμως ἔσπαζε
τὰ δεσμὰ καὶ καταδιωκόταν ἀπὸ τὰ δαιμόνια στὶς ἐρημιές.
Ὁ Κύριος ἀπευθύνει
τώρα ἕνα ἐρώτημα στὸν δαιμονισμένο· τὸν ρωτάει ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά του. Ἀντὶ γιὰ
τὸν ἄνθρωπο ὅμως ἀπαντᾶνε τὰ δαιμόνια καὶ λένε: «Λεγεών». Λεγεὼνα ἦταν ρωμαϊκὸ
τμῆμα στρατοῦ περίπου 6.000 ἀνδρῶν, σὰν τὸ σημερινὸ Σύνταγμα στρατοῦ ἤ τὴν
Ταξιαρχία. Οἱ δαίμονες ἔδωσαν αὐτὴ τὴν ἀπάντηση, διότι ἦταν πλῆθος πολὺ μέσα στὸ
σῶμα τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ἀνθρώπου.
Ταυτόχρονα αὐτὰ τὰ
πλήθη τῶν δαιμόνων παρακαλοῦν τὸν Κύριο νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ εἰσέλθουν σὲ ἕνα
κοπάδι χοίρων ποὺ ἔβοσκε ἐκεῖ κοντά. Ὁ Κύριος τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Καὶ ἀμέσως τὸ
κοπάδι τῶν χοίρων καταλήφθηκε ἀπὸ μανία καὶ ὁρμώντας ἀπὸ τὸν κοντινὸ γκρεμὸ στὴ
λίμνη πνίγηκε. Τρομαγμένοι οἱ βοσκοὶ ἔφυγαν καὶ ἀνήγγειλαν τὸ φοβερὸ γεγονὸς
στοὺς κατοίκους τῆς πόλης καὶ τῶν γύρω χωριῶν.
Γιατί ὁ Κύριος ἔδωσε
μία τέτοια ἄδεια ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῶν χοίρων; Τὴν ἔδωσε γιὰ
δύο λόγους. Πρῶτον, γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἀλλὰ κι ὅλοι
ἐμεῖς τὴν καταστροφικὴ μανία τῶν δαιμόνων· καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ τιμωρήσει τοὺς ἰδιοκτῆτες
τοῦ κοπαδιοῦ ποὺ ἔτρεφαν χοίρους παράνομα, ἀφοῦ τὸ χοιρινὸ κρέας ἦταν ἀπαγορευμένο
στοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εἴδηση
προκάλεσε φόβο στὴν περιοχή. Οἱ κάτοικοι κατέφθασαν ἀπὸ παντοῦ κι ἔκπληκτοι ἔβλεπαν
τὸν πρώην δαιμονισμένο νὰ κάθεται ἥσυχος κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Τὸ θέαμα
τοῦ θεραπευμένου ἀνθρώπου καὶ τῶν πνιγμένων χοίρων τοὺς γέμισε μὲ τρόμο. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ ὁμαδικὰ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο τους. Φοβήθηκαν,
φαίνεται, μήπως χάσουν ὅλοι τὶς περιουσίες τους.
Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἐκεῖνοι
Τὸν ἔδιωχναν, ὁ πρώην δαιμονισμένος παρακαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ Τὸν
ἀκολουθήσει. Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεψε. Τοῦ παράγγειλε νὰ μείνει στὸν
τόπο του, γιὰ νὰ διηγεῖται στοὺς δικούς του τὸ μεγάλο θαῦμα. Καὶ ὁ εὐγνώμων ἄνθρωπος
τὸ ἔκανε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις. Διακήρυττε σὲ ὅλη τὴν πόλη τὴ θαυμαστή του
θεραπεία.
ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ
Ἡ συμπεριφορὰ τῶν
ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς ἐκείνης ἔμεινε παραδειγματικὴ στὴν ἱστορία. Ἀπὸ τότε λέμε
«Γαδαρηνούς» ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διώχνουν ἀπὸ τὴ ζωή τους τὸν
Χριστό. Τὸν διώχνουν, δὲν θέλουν νὰ ἔχουν πολλὲς σχέσεις μαζί Του. Γιατί; Διότι
Τὸν φοβοῦνται. Φοβοῦνται μήπως μὲ τὴν παρουσία Του βλάψει αὐτὰ στὰ ὁποῖα εἶναι
δοσμένη ἡ ψυχή τους. Τὴν περιουσία τους, τὶς δραστηριότητές τους, τὴν ἐξέλιξή
τους. Φοβοῦνται μήπως τοὺς ἐμποδίσει ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλά τους ἔργα. Μήπως δὲν
μπορέσουν νὰ πραγματοποιήσουν τὶς κοσμικὲς ἐφάμαρτες ἐπιδιώξεις τους, τὶς
παράνομες καὶ ἔνοχες ἐπιθυμίες τους.
Τελικὰ ὁ Χριστὸς
συχνὰ καθίσταται ἀνεπιθύμητος. Ἀκόμη κι ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους, τοὺς πιστοὺς
Χριστιανούς. Θέλουμε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δαιμόνια, ἀλλὰ χωρὶς νὰ πειράξει
τοὺς χοίρους τῶν παθῶν μας ποὺ παράνομα ἐκτρέφουμε. Θέλουμε δηλαδὴ νὰ μᾶς
προστατέψει ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου (μαγεῖες, μαντεῖες κλπ.), δὲν συμφωνοῦμε ὅμως
μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ πάθη μας, τὸν φιλήδονο καὶ σαρκικὸ τρόπο ζωῆς, καὶ νὰ
ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του.
Πόσο ἐπικίνδυνος
εἶναι ὁ Χριστός!
Οἱ ἄνθρωποι
θέλουμε τὴν προστασία Του, δὲν δεχόμαστε ὅμως ἐξίσου πρόθυμα τὴν ἑξαγιαστικὴ καὶ
ἀνακαινιστικὴ παρουσία Του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, χωρὶς νὰ τὸ πολυκαταλαβαίνουμε,
γινόμαστε καὶ ἐμεῖς κάποιου εἴδους«Γαδαρηνοί». Τὸν Χριστὸ τὸν θέλουμε ἔξω ἀπὸ τὰ
σύνορα τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ τότε τί νόημα καὶ ποιὰ χαρὰ θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ἡ
ζωή μας; Ἀφοῦ τὸ νόημα καὶ ἡ χαρὰ τῆς ζωῆς εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός, ἡ ζωή
μας! |
|